- δεσμευτής
- Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει υπολείμματα αερίων από ένα ερμητικά κλειστό σύστημα κενού ή ο φώσφορος μπορεί να εισαχθεί σε στρώματα οξειδίου του πυριτίου για να απομακρύνει προσμείξεις όπως το νάτριο. Η τελευταία αυτή τεχνική χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση των τρανζίστορ υπερσυζυγιακού φαινομένου τύπου MOS. Τα πιο συνηθισμένα μέταλλα που χρησιμοποιούνται ως δ. είναι τα μέταλλα των σπάνιων γαιών και το μέταλλο μις (κράμα αρκετών μετάλλων σπάνιων γαιών από τα οποία το δημήτριο αποτελεί περίπου το 50%).
* * *ο (Α δεσμευτής) [δεσμεύω]νεοελλ.1. φυσ.-χημ. στοιχείο ή χημική ένωση που δεσμεύει τα προϊόντα πυρηνικής ή χημικής αντίδρασης2. (πυρην.) χαρακτηρισμός στοιχείων με μεγάλη ενεργό πυρηνική διατομή, δηλ. με μεγάλη ικανότητα να δεσμεύουν νετρόνια3. χημ. χαρακτηρισμός στοιχείων ή δευτερευουσών χημικών ενώσεων που δεσμεύουν κάποιο από τα τελικά προϊόντα μιας αντίδρασης, μετατοπίζοντας την κατάσταση ισορροπίας προς το δεύτερο μέλοςαρχ.αυτός που δεσμεύει κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.